ευήρατος — εὐήρατος, ον (Α) πολύ αγαπητός, αξιέραστος («εὐήρατοι σταθμοί», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ερατός «αγαπητός» (< έραμαι «αγαπώ»). Το η λόγω τής συνθέσεως] … Dictionary of Greek
εὐήρατος — lovely masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐήρατον — εὐήρατος lovely masc/fem acc sg εὐήρατος lovely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐηράτοιο — εὐήρατος lovely masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐηράτοις — εὐήρατος lovely masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐηράτων — εὐήρατος lovely masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)